ἰκανοποίησις

ἰκανοποίησις
ἰκανο-ποίησις, , = ἶκανο-ποιΐα, , Genugtuung

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Иосиф (Босх) — В данной биографической статье отсутствует мирское имя данного епископа Вы можете помочь проекту, добавив его в текст статьи …   Википедия

  • ικανοποίηση — η (Μ ἱκανοποίησις) [ικανοποιώ] νεοελλ. 1. επανόρθωση αδικίας, ζημιάς ή προσβολής που έγινε σε κάποιον 2. επανόρθωση αδικήματος με καταβολή χρηματικής αποζημίωσης από τον δράστη 3. δικαίωση, αναγνώριση κάποιου ο οποίος είχε κατακριθεί 4. χαρά,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”